- ένδενδρος
- ἔνδενδρος (Α)1. επίθ. τού Διός2. επίθ. τού Διονύσου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Arborevs — ARBORĔVS, ei, Gr. Ἔνδενδρος, ου, ein Beynamen des Jupiters, unter welchem ihn die Rhodier verehreten. Gyrald. Syntagm. II. pag. 101 … Gründliches mythologisches Lexikon
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek